- αναστατικός
- η , ό[ν]1) пробуждающий; 2) воскрешающий; возвращающий к жизни; 3) восстанавливающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναστατικός — ή, ό [ανίστημι] αναστατική μέθοδος ή αναστατική τύπωση η μέθοδος εκτύπωσης με μεταφορά της γραφής σε λιθογραφική πλάκα (από την οποία γίνεται η εκτύπωση) … Dictionary of Greek
ανίστημι — ἀνίστημι (AM) 1. σηκώνω, εγείρω 2. μεσ. ανασταίνομαι αρχ. Ι. ενεργ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ 2. σηκώνω από τον τάφο, ανασταίνω 3. βγάζω κάποιον από την αθλιότητα, δυστυχία ή δουλεία 4. (για πράγματα) ιδρύω, ανεγείρω, στήνω, κατασκευάζω 5.… … Dictionary of Greek